ὑπαγωγῆς

ὑπαγωγῆς
ὑπαγωγεύς
tool for shaping and adjusting bricks
masc nom pl
ὑπαγωγεύς
tool for shaping and adjusting bricks
masc nom/voc pl
ὑπαγωγή
leading on gradually
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • FASELARES — apud Ael. Lamptid. in Anton. Hcliogab. Barbas sane mullorum tantas iubebat exhiberi, ut pro absentis, apiastris et faselaribus et faenograeco exhiberet plenis fabatariis, et discis: sunt faselt, et subint siliquae; seu faselaria, subint. grana.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …   Dictionary of Greek

  • συνοίκιον — και αττ. τ. ξυνοίκιον, τό, Α [συνοικος] 1. οίκημα προσαρτημένο σε άλλο μεγαλύτερο κτίσμα, παράσπιτο 2. στον πληθ. τὰ συνοικία και ξυνοίκια (στην αρχ. Αθήνα) ετήσια εορτή τελούμενη τη 17η ημέρα τού μήνα Βοηδρομιώνος ή, κατ άλλους, τη 16η τού… …   Dictionary of Greek

  • δημόσια κτήματα — Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Εράστους, Τόμας — (Thomas Erastus, Μπάντεν 1524 – Βασιλεία 1583). Ελβετός θεολόγος και γιατρός. Σπούδασε θεολογία στη Βασιλεία και ιατρική στην Μπολόνια και στην Πάντοβα και εξελλήνισε ο ίδιος το όνομά του (LieberLiebler). Υπήρξε οπαδός του Καλβίνου, γιατρός του… …   Dictionary of Greek

  • Κιβιέ, Ζορζ Λεοπόλντ — (Georges Leopold Cuvier, Μονπελιέ 1769 – Παρίσι 1832). Γάλλος φυσιοδίφης και ανατόμος, ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατομίας. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Στουτγάρδης, όπου μελέτησε διοίκηση, δίκαιο, οικονομικά, φυσική… …   Dictionary of Greek

  • Κότσιν — (Cochin/Kochi). Πόλη (596.473 κάτ. το 2001) της Ινδίας στην πολιτεία Κεράλα (38.863 τ. χλμ., 31.838.619 κάτ.), στις ακτές της Αραβικής θάλασσας. Η πόλη βρίσκεται στην ακτή Mαλαμπάρ, 170 χλμ. ΒΔ της Tριβαντρούμ. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”